- νονά
- και νουνά, ηβλ. νονός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νόνα — (I) και νόννα, η (Μ νόννα) νεοελλ. η μητέρα τού πατέρα ή τής μητέρας, η γιαγιά μσν. προσωνυμία που απονέμονταν σε μοναχές, «γερόντισσα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nonna < λατ. nonna «μοναχή»]. (II) η ιατρ. μορφή ληθαργικής εγκεφαλίτιδας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
Saint Nicholas — This article is about the 4th century saint. For the popular figure in Western folk legend, see Santa Claus. For other uses, see Saint Nicholas (disambiguation). Saint Nicholas … Wikipedia
νονός — και νοννός και νουνός, ο, θηλ. νονά και νουνά (Μ νονός) παράνυμφος, κουμπάρος νεοελλ. 1. ο ανάδοχος σε βάπτιση 2. άνθρωπος τού υποκόσμου που επιβάλλει εκβιαστικά αντί αμοιβής την προστασία του σε διαφόρους επιχειρηματίες («ο νονός τής νύχτας»).… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… … Dictionary of Greek
κυρούλα — η 1. γιαγιά, νόνα. 2. τιμητική προσαγόρευση γριάς γυναίκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λαμπάδα — η 1. μεγάλο κερί: Η νονά τής χάρισε για την Ανάσταση μια λαμπάδα με κορδέλες. 2. μτφ., ορθός, στητός: Έχει κορμί λαμπάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)